Οδοντίατρος είναι αυτός που έχει λάβει 5ετή πανεπιστημιακή εκπαίδευση (DDS) ώστε να αντιμετωπίζει ένα ευρύ φάσμα προβλημάτων της στοματικής κοιλότητας. Έπειτα, εάν θέλει έχει τη δυνατότητα να επιλέξει κάποια μετεκπαίδευση ή ειδίκευση σε έναν πιο εξειδικευμένο τομέα. Ειδικός ορθοδοντικός είναι ο οδοντίατρος που μετά τη λήψη του πτυχίου της οδοντιατρικής γίνεται δεκτός σε κάποια πανεπιστημιακή κλινική ώστε να εκπαιδευτεί για 3 τουλάχιστον χρόνια αποκλειστικά στη διάγνωση και τη θεραπεία ορθοδοντικών προβλημάτων (ΜSc). Στο τέλος δίνει εξετάσεις στο Υπουργείο Υγείας για την αναγνώριση της ειδικότητας και αφού επιτύχει, μπορεί νόμιμα να φέρει τον τίτλο του Ειδικού Ορθοδοντικού. Επομένως για την αντιμετώπιση ενός εξειδικευμένου προβλήματος όπως είναι το ορθοδοντικό πρόβλημα, θα πρέπει να αναζητήσετε κάποιον ειδικό
ορθοδοντικό και όχι γενικό οδοντίατρο.
Η πρώτη ορθοδοντική εξέταση συστήνεται στην ηλικία των 7 ετών. Ο ορθοδοντικός ελέγχει την εξέλιξη των φραγμών και τη σύγκλειση του παιδιού και εφόσον κριθεί απαραίτητο μπορεί να παρέμβει προληπτικά ή κατασταλτικά με μία πρώτη φάση θεραπείας ώστε να αποφευχθούν σοβαρότερα προβλήματα στο μέλλον. Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιστατικών δεν υπάρχει ένδειξη πρώιμης έναρξης της θεραπείας από την ηλικία αυτή και επομένως προτείνεται απλά ο επανέλεγχος του παιδιού ανά 6 ή 12 μήνες.
Η ορθοδοντική διάγνωση συνήθως είναι μια διαδικασία 2 επισκέψεων. Στην πρώτη επίσκεψη γίνεται κλινική
εξέταση του ασθενούς, λήψη φωτογραφιών και παραπομπή για τυχόν αναγκαίες ακτινογραφίες. Στη δεύτερη
επίσκεψη και εφόσον έχει προηγηθεί μελέτη και ανάλυση όλων των διαγνωστικών στοιχείων γίνεται παρουσίαση
του περιστατικού, συζήτηση του προτεινόμενου σχεδίου θεραπείας με την αντίστοιχη διάρκεια και κόστος.
Επίσης συζητιούνται πιθανά εναλλακτικά σχέδια και μέθοδοι θεραπείας με τα πλεονεκτήματα και τα
μειονεκτήματα τους.
Η διάρκεια της ορθοδοντικής θεραπείας εξαρτάται προφανώς από πολλούς παράγοντες όπως τη σοβαρότητα
του ορθοδοντικού προβλήματος, τους στόχους της θεραπείας και τη μέθοδο που θα επιλέξουμε. Θα μπορούσε
να κυμαίνεται από λίγους μήνες έως ίσως και 2μιση χρόνια. Συνήθως μία μέση διάρκεια είναι οι 18 μήνες.
Η ορθοδοντική θεραπεία αποτελεί κατά βάση μία σχετικά ανώδυνη θεραπεία. Ωστόσο, όταν ασκείς πιέσεις στα δόντια με σκοπό να μετακινηθούν και να ισιώσουν, είναι φυσιολογικό να τα νιώθουμε λίγο πιο ευαίσθητα. Η ενόχληση αυτή συνήθως διαρκεί 1-3 μέρες μετά από κάθε «σφίξιμο» του ορθοδοντικού και υποχωρεί μόνη της. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί κατά τη κρίση του κάθε ασθενούς να γίνει λήψη κάποιου αναλγητικού.
Προφανώς και εδώ η απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες αλλά κυρίως από το είδος της θεραπείας
αλλά και τη μέθοδο που θα επιλεγεί (σιδεράκια ή διαφανείς νάρθηκες). Συνήθως τα ραντεβού κλείνονται ανά
μήνα ενώ σε περιπτώσεις θεραπείας με διαφανείς νάρθηκες τύπου Invisalign, τα διαστήματα μεταξύ των
ραντεβού μπορούν να είναι και μεγαλύτερα όπως 6-8 εβδομάδες.
Φυσικά! Η θεραπεία με τους διαφανείς νάρθηκες (πλαστικές αποσπώμενες μεμβράνες) αποτελεί την βασική εναλλακτική σε κάποιον που δεν θέλει ή δεν προτείνεται να φορέσει σιδεράκια. Πρόκειται για θεραπεία ψηφιακής ορθοδοντικής όπου με μία σειρά αφαιρούμενων διαφανών ναρθήκων οδηγούμαστε βήμα βήμα στο τελικό αποτέλεσμα. Η θεραπεία αυτή κερδίζει συνεχώς έδαφος απέναντι στα συμβατικά σιδεράκια. Οι νάρθηκες είναι σχεδόν αόρατοι, προσδίδοντας άριστη αισθητική και λιγότερες ενοχλήσεις.
Ολοένα και περισσότεροι ενήλικες επιλέγουν να ισιώσουν τα δόντια τους και να βελτιώσουν το χαμόγελο τους. Σ
αυτό έχει σίγουρα βοηθήσει και η ανάπτυξη μεθόδων που είναι σχεδόν αόρατες, όπως οι διαφανείς νάρθηκες ή
τα κεραμικά σιδεράκια. Η ορθοδοντική θεραπεία δεν έχει ανώτατο όριο ηλικίας εφόσον όμως το επιτρέπει η
συστηματική και περιοδοντική υγεία του ασθενούς. Δίνεται έμφαση στην αισθητική, την λειτουργία και την
απόδοση αρμονικής σύγκλεισης.
Μετά το πέρας της θεραπείας υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της υποτροπής καθώς τα δόντια τείνουν να
ξαναγυρίζουν στις αρχικές τους θέσεις. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν τον θέλει ούτε ο ασθενής αλλά σίγουρα ούτε
και ο ορθοδοντικός. Για το λόγο αυτό η συγκράτηση του ορθοδοντικού αποτελέσματος είναι απαραίτητη για όλα
τα περιστατικά ανεξαρτήτου ηλικίας και μεθόδου θεραπείας. Συνήθως πραγματοποιείται είτε με τη συγκόλληση
ενός συγκρατητικού σύρματος πίσω από τα πρόσθια δόντια ή με την παράδοση ενός διαφανούς νάρθηκα
συγκράτησης του οποίου η χρήση ελαττώνεται σταδιακά σύμφωνα με τις οδηγίες του ορθοδοντικού.
Σε περιπτώσεις πολύ έντονου συνωστισμού (έλλειψης χώρου) ή έντονα “πεταχτών” δοντιών είναι πιθανό να
απαιτηθεί η εξαγωγή μονίμων δοντιών για τη σωστότερη διευθέτηση των υπολοίπων και την αποκατάσταση
μίας αρμονικής σύγκλεισης και ενός ωραίου χαμόγελου. Εννοείται πως οι περιοχές των εξαγωγών κλείνουν
εντελώς και στο τέλος της θεραπείας δεν μένει κανένα κενό. Τα δόντια που συνήθως προτείνονται για εξαγωγή
είναι οι προγόμφιοι.